- πηλοπλαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πηλοπλάστη: Πηλοπλαστική τέχνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πηλοπλαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πηλοπλάστη 2. το θηλ. ως ουσ. η πηλοπλαστική η τέχνη τού πηλοπλάστη, η κεραμεική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek